χαρίσασθε

χαρίσασθε
χαρίζομαι
say
aor imperat mp 2nd pl
χαρίζομαι
say
aor ind mp 2nd pl (homeric ionic)
χαρίζω
say
aor imperat mid 2nd pl
χαρίζω
say
aor ind mid 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαρίζομαι — ΝΜΑ [χάρις] 1. κάνω χάρη σε κάποιον, τόν ευνοώ (α. «μην τού χαριστείς σε καμία περίπτωση» β. «ποίησε χαριζόμενος Διί», Θέογν.) 2. (γενικά) συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, συναινώ (α. «δεν χαρίζεται εύκολα» β. «δίεμαι μὲν χαρίσασθαι, δίεμαι δ ἀντία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”